- αλλακτός
- και -χτός, -ή, -ό (Α ἀλλακτός, -ή, -όν) [ἀλλάσσω]νεοελλ.αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή3. ιδιότροπος, παράξενος4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές ανταλλάσσουν με γερό παιδί πραγματικής γυναίκαςβ) κακοποιά αόρατη ύπαρξη που φέρνει ώς και σάλεμα τού νου, δαιμονικό, νεραϊδικό, ξωτικόγ) άνθρωπος λιγόμυαλος και μισερός, παρλιακόαρχ.1. ο ίσης αξίας, ισοδύναμος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλακτόν το ανάφορον*, το ξύλο τών αχθοφόρων, σκυτάλη, ρόπαλο.
Dictionary of Greek. 2013.